- λοχιόρροια
- ηφυσιολογική εκροή λοχίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια* (βλ. λόχιος) + -ρροια (< ῥέω), πρβλ. εμμηνό-ρροια. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.